- μεγαθαμβής
- μεγαθαμβής, -ές (Α)έκθαμβος, κατάπληκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα-* + -θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυ-θαμβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ … Dictionary of Greek
μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… … Dictionary of Greek
μεγαθαμβέι — μεγαθαμβέϊ , μεγαθαμβής greatly astounded dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)